- 'πιπάλλων
- ἐπιπάλλων , ἐπιπάλλωbrandish atpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπάλλω — ἐπιπάλλω (Α) [πάλλω] 1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν ἐκλήρωσεν» … Dictionary of Greek